- ἀπειροπόλεμος
- ἀπειροπόλεμοςinexperienced in warmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απειροπόλεμος — η, ο (AM ἀπειροπόλεμος, ον) χωρίς πολεμική πείρα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπειροπόλεμον η έλλειψη πολεμικής πείρας … Dictionary of Greek
απειροπόλεμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει πείρα από πόλεμο, άμαχος: Οι νέοι στρατιώτες που είχαν φτάσει ήταν απειροπόλεμοι, αλλά φιλότιμοι και πρόθυμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπειροπολέμως — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war adverbial ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπόλεμον — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem acc sg ἀπειροπόλεμος inexperienced in war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπολέμοις — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπολέμου — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπολέμους — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπολέμων — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπολέμῳ — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπειροπόλεμοι — ἀπειροπόλεμος inexperienced in war masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)